Όταν έμαθα για πρώτη φορά κάπου στο 2015 αν δεν κάνω λάθος, πως οι Ιn the woods… επανασυνδέονται (κατά τα 3/5) μετά από 17 ολόκληρα χρόνια, κυριολετικά Χ Ε Σ Τ Η Κ Α από την χαρά μου.
Η φιγούρα στο βρακί ήρθε για δύο κυρίως λόγους:
Πρώτον θα συνέχιζε η δισκογραφία της αγαπημένης μου μέταλ μπάντας και θα είχε πολύ μεγάλο ενδιαφέρον να ακούσουμε τι έχουν πλέον να μας πουν, και
Δεύτερον μου δημιουργήθηκε η ελπίδα πως θα τους δω επιτέλους ζωντανά, φέρνοντας πίσω από τους νεκρούς, ένα μεταεφηβικό όνειρο που μέχρι τότε έκανε παρέα στο “θα γίνω πληκτράς στα χνάρια του Sverd των Arcturus”.
Όσον αφορά τον Δίσκο που κυκλοφόρησε φθινόπωρο του 2016 με όνομα Pure δεν θα ήθελα να επεκταθώ ιδιαίτερα. Δεν ήταν κακός, αλλά σίγουρα δεν είχε αυτή τη σπάνια ποιότητα που είχαν οι προηγούμενοι τρεις δίσκοι τους. Μπορείτε να διαβάσετε αυτό εδώ το πολύ καλογραμμένο review, του κ. Athotep που με βρίσκει αρκετά σύμφωνο. To μόνο που έμενε πλέον ήταν να γίνει το πολυπόθητο όνειρο ενός λάιβ, πραγματικότητα.
Πράγματι μια κρύα (ή και όχι) νύχτα του χειμώνα, και με έναν αδιανόητα κιτς τρόπο (που έκρυβε και λίγο ενθουσιασμό 15χρονου) οι In the Woods… ανακοίνωσαν πως έρχονται στις 14 και στις 15 Απριλίου (Σαλόνικα και Ατένε) στη χώρα μας. Όταν ο αρχικός ενθουσιασμός της αγοράς του εισιτηρίου άρχισε να ξεθωριάζει, ξεκίνησε μια εσωτερική διαμάχη που κράτησε μέχρι και λίγες μέρες πριν το λάιβ.
Από την μία είναι πολύ μεγάλη τύχη και ευτυχία να διαγράφεις πράματα που έχεις στην to do list εδώ και 20 χρόνια. Από την άλλη αυτά τα 20 χρόνια σε έχουν διδάξει πως κρύβεται σοφία στο σκοτεινό φουτουριστικοφάντασυ σύμπαν του Warhammer 40K: “Hope is the first step on the road to disappointment”. Και ναι, τα σημάδια για να γκρεμίσουν τις όποιες προσδοκίες γαματοσύνης υπήρχαν.
Καταρχάς όπως ανέφερα και λίγο πιο πάνω, ο τελευταίος δίσκος δεν ήταν στα πολύ υψηλά επίπεδα που οι ίδιοι είχαν θέσει, και αποκλείεται να μην ακούγαμε τίποτα απο το Pure στο λάιβ. Έπειτα οι In the Woods… πλέον απέμειναν μόνο κατά το 1/5 η μπάντα που αγαπήσαμε παλιά, αφού τα δίδυμα αδέρφια Botteri (ναι οι στίχοι του I am your flesh είναι γραμμένοι από τον έναν αδερφό για τον άλλον) αποχώρησαν και έμεινε μονάχα ο drummer, Anders Kobro απο τα ιδρυτικά μέλη της μπάντας. Στην εσωτερική διαμάχη πάντως, δόθηκε προσωρινή ανακοχή με τα ευχάριστα νέα πως οι Hail Spirit Noir θα είναι support στο live της Θεσσαλονίκης (Φοβερή εγχώρια μπαντάρα που συνδυάζει πανέμορφα το μπλακ μέταλ με προγκ 70’s ψυχεδέλεια). Υπο το φως νέας γαματοσύνης, κατέληξα πως και tribute band να ήταν αφιερώμενη στους In the woods…, (και χωρίς καν τον Anders Kobro δηλαδή) εγώ αυτό το live δε θα το έχανα. Και κάπως έτσι φτάσαμε στην βραδιά του Σαββάτου στις 14/04.
Λιγοστός ο κόσμος που μαζεύτηκε από νωρίς, και οι ηλικίες κυρίως 30κάτι με 40κάτι. Οι υπόλοιποι ή ήταν πολύ μεγάλοι και φαν του κλασσικού για να ασχοληθούν με τις αιρέσεις των ’90s, ή πολύ μικροί οπότε αγνοούσαν παντελώς την ύπαρξή τους. H προσέλευση πάντως συνεχίζονταν ακόμα και την ώρα που ξεκίνησαν οι Ηail Spirit Noir, δημιουργώντας την ελπίδα πως δε θα είμαστε τρείς και ο κούκος.
Για την Ιστορία οι Hail Spirit Noir ήταν τρομεροί και μεγάλωσε ακόμα περισσότερο η αγάπη μου για αυτούς. Η εμφάνισή τους ήταν κάτι σαν πρόβα τζενεράλε πριν ξεκινήσει η πρώτη τους πανευρωπαϊκή περιοδεία, στα πλαίσια της οποίας θα αποτελέσουν και την πρώτη ελληνική συμμετοχή στο roadburn festival παρακαλώ. To μόνο που με στεναχώρησε κάπως ήταν που ο κόσμος δεν έδειχνε να τους έχει ακούσει ιδιαίτερα οπότε και δεν ήταν ιδιαίτερα θερμός. Έπαιξαν κομμάτια από τον τελευταίο τους δίσκο (I mean you harm, The cannibal tribe came from the sea, Mayhem in blue) αλλά και παλιότερα τους (όπως το αγαπημένο against the curse we dream), για να κλείσουν με το Haire Pneuma Skoteino δημιουργώντας κλίμα πώρωσης για τους In the woods…
Η μεγάλη στιγμή πλησίαζε και μόνο η μπύρα έδειχνε ικανή να σβήσει την μεγάλη φωτιά της προσμονής. Στην 3η ή 4η αποτυχημένη προσπάθεια μπυρόσβεσης, τo μινιμάλ σύνθι του Yearning the Seeds of A New Dimension γέμισε τον χώρο με παγανο-μελαγχολία και εμάς (καμια 150άρα) με συγκίνηση. Στην συνειδητοποίηση πως ακούω live κομμάτι από το Heart of the Ages, έσβησε η οποιαδήποτε διάθεση να σταθώ επικριτικά απέναντι σε αυτούς που ήταν στην σκηνή. O τραγουδιστής James Fogarty ενθουσιασμένος μας δηλώνει πως είναι πολύ χαρούμενοι πως παίζουν για πρώτη φορά στην Hellas, την γενέτειρα του δυτικού πολιτισμού, προδίδοντας ίσως ποιος είχε και την ιδέα για το απαράδεκτο γραφιστικό που ανέφερα πιο πριν. Παρατηρώντας την μπάντα, και ενώ είμαι επηρεασμένος από τo Baldur’s Gate στο οποίο επέστρεψα πρόσφατα, μπορώ να πω πως είχαμε την πεμπτουσία των Neutral Good χαρακτήρων. Λίγο μεθυσμένοι, χωρίς καμία ποζεριά και με ένα στυλ: “Ελάτε να πιούμε μπύρες και να ακούσουμε το μέταλ μας” σε ενέπνεαν πως θα κάνουν το καλό, ακόμα και αν χρειαστεί να γράψουν στα πελέ τους, τον τοπικό φεουδάρχη. Εξαίρεση ήταν ο πιτσιρικάς lead κιθαρίστας Kåre André Sletteberg, που τόσο σαν ντύσιμο (ανάποδο καπέλο, ανοιχτό πουκάμισο να αναδεικνύει άτριχο νορβηγικό λευκό δέρμα, τσιγάρο στα χείλη), όσο και σαν μουσική συμπεριφορά (τα σόλο τα παίζω λίγο σαν το ορίτζιναλ αλλά θα δώσω και εγώ το δικό μου πόνο) παρέπεμπε ξεκάθαρα σε chaotic neutral. Το live συνέχισε με εξίσου δυναμικη/νοσταλγικη συνέχεια και το κομμάτι heart of the ages. Ο James Fogarty σε όλο το λάιβ πολύ τίμια προσπάθησε να αποδώσει τα ορίτζιναλ φωνητικά των παλιότερων τραγουδιών, και δεδομένου της πολύ ιδιαίτερης χρειάς/ερμηνείας του τότε τραγουδιστή Jan Kenneth Transeth, τα κατάφερε αρκετά καλά. Στη συνέχεια ακούστηκε το Βlue Oceans Rise από τον τελευταίο δίσκο, και με σχετική έκπληξη είδα το κοινό να γουστάρει (δεν είμαι τόσο φαν του συγκεκριμένου κομματιού). Από εκεί και πέρα ξεκίνησε η μαγεία, αφού ακούγεται το χαρακτηριστικό βιολί της εισαγωγής του 299 796 km/s από το Omnio. Ξαναέγινα 20 χρονών και έφυγα μπροστά στην σκηνή όπου και έκατσα μέχρι το τέλος του Live. Το αν ήταν καλή η ερμηνεία, πιστά τα σόλο λίγη σημασία άρχισε να έχει πια. Το συναίσθημα με είχε συνεπάρει τραγουδώντας τους στίχους παρέα με δυο τρεις άλλους εξίσου καυλωμένους. Η πώρωση κρατήθηκε σε υψηλά επίπεδα, με δύο απο τα καλύτερα (ειδικά το δεύτερο), κομμάτια του Pure: Cult of Shining Stars και Towards the Black Surreal. Η μεγάλη έκπληξε ήρθε όμως ακούγοντας το James Fogarty να αφιερώνει στο Anders Kobro την ομώνυμη υπερκομματάρα. Πρώτο κομμάτι που είχα ακούσει ποτέ απο in the woods… (στην κορυφαία συλλογή που είχε κάνει το περιοδικό Metal Hammer τον Μάιο του ’98) και ένα από τα καλύτερα ακραία pagan έπη που έχουν γραφτεί ποτέ στην ιστορία της μουσικής. Μην έχοντας ακόμα συνέλθει, o τραγουδιστής μας ανακοινώνει πως το επόμενο κομμάτι θα είναι το τελευταίο της βραδιάς, και το αφιερώνει στους Hail Spirit Noir πλέκοντας τους το εγκώμιο(πολύ όμορφη κίνηση), παίζοντας ένα από τα αγαπημένα μου κομμάτια έβαρ, το The Divinity of Wisdom… (ε πρέπει κάπου να μπουν τρεις τελείες και από μένα σε αυτό εδώ το κείμενο)
Και κάπως έτσι οι In the Woods ολοκλήρωσαν μια τιμιότατη εμφάνιση. Όσοι είχαν τις προσδοκίες να ακούσουν λάιβ στα επίπεδα του θρυλικού Live at the Calledonian Hall σίγουρα θα απογοητεύτηκαν. Για εμένα που απλά ήθελα να ακούσω live τις κομματάρες μιας απίστευτης μπάντας που μου στιγμάτισε την μεταεφηβεία ήταν μία πολύ μοναδική βραδιά. Σίγουρα αδικημένος της βραδιάς ήταν ο δίσκος Strange in Stereo, αλλά ούτως ή άλλως ο συκεκριμένος δίσκος θα είναι για πάντα αδικημένος παραμένοντας το κρυμμένο διαμάντι μιας κρυμμένης μπάντας.
Έχοντας τελειώσει το live, τα μέλη της μπάντας μόνοι τους μαζεύανε τον εξοπλισμό τους από την σκηνή, και ψιλοκουβεντιάζανε με τους λιγοστούς που είχαμε απομείνει. Με όλο τον ενθουσιασμό και την αβολοσύνη ενός πιτσιρικά κλεισμένου στο σώμα 35άρη πλησίαζα τον Anders Kobro, για να τον ευχαριστήσω που ήρθαν, και πως το σημερινό λάιβ για μένα ήταν ένα όνειρο που έγινε πραγματικότητα. Λόγια τόσο κλισέ, αλλά αυτά ήταν και η μοναδική αλήθεια.